Γκιαούρκιοϊ ή Χριστιανοχώρι

Το Γκιαούρκιοϊ ήταν ένα χωριό με 1000 περίπου κατοίκους, όλους Έλληνες. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων είχε καταγωγή από τη Σάμο. Βρισκόταν στη δυτική ακτή της Μ. Ασίας, 55 χλμ ΝΔ της Σμύρνης και 18 χλμ ΒΔ της Εφέσου. Απείχε 4 χλμ από τη θάλασσα. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία (από τα πλέον αρωματικά καπνά), την κτηνοτροφία και το γεωργικό εμπόριο. Περιβαλλόταν από την αρχαία Κολοφώνα (13 χλμ.), το μαντείο της αρχαίας Κλάρου (3 χλμ.) και το αρχαίο Νότιον (4 χλμ.). Με τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγαν όλοι πρόσφυγες στην Ελλάδα. Σήμερα ονομάζεται Ahmetbeyli και κατοικείται από πρόσφυγες Τούρκους από την Δράμα, την Καβάλα κλπ.

Εξώφυλλο-βιβλίου
Ο συνταξιούχος δάσκαλος Χρ. Γκόλιαρης έγραψε για το Γκιαούρκιοϊ

Το Γκιαούρκιοϊ απέχει περί τα 4 χλμ. από τη θάλασσα, από όπου ξεκινά μια στενή κοιλάδα πλάτους περίπου 1 χλμ., με λόφους και μικρά βουνά δεξιά και αριστερά. Την κοιλάδα διαρρέει ο ποταμός Άλες, ο οποίος στα Τουρκικά σήμερα ονομάζεται Avcı Çayı (Αβτσί Τσαγί , δηλ. ποταμός των κυνηγών που χύνεται στη θάλασσα). Κατά εποχές είναι ξεροπό-ταμος. Το Γκιαούρκιοϊ βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του δρόμου (με κατεύθυνση από τη θάλασσα). Είναι κτισμένο στην πλαγιά του λόφου, το έδαφος είναι επικλινές και τα σπίτια συγκοινωνούν μεταξύ τους με στενά ανηφορικά δρομάκια. Την εποχή εκείνη η εκκλησία (ψηλά και προς τη μέση του χωριού) ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το χωριό ήταν χωρισμένο σε συνοικίες (μαχαλάδες) με πιο ονομαστές τους Πέρα Μαχαλά, Πάνω Μαχαλά, Βράχια Μαχαλά, βρύση και το Τσαρσί με το καφενείο και την πλατεία. Στην πλατεία αυτή γινόταν οι χοροί και τα πανηγύρια του χωριού.

Είναι γνωστό ότι την εποχή εκείνη οι κάτοικοι των χωριών επεδίωκαν να διαμένουν σε ορεινά και ημιορεινά μέρη τόσο για το φόβο ασθενειών όσο και από το φόβο των πειρατών στα παραθαλάσσια μέρη και μάλιστα σε διακριτή απόσταση από τις ακτές. Γι’ αυτό θεωρούμε φυσικό το υψόμετρο του Γκιαούρκιοϊ. Άλλωστε από προφορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι οι πρόγονοί μας είχαν μικρές καλύβες στα πεδινά και στην παραλία για τις καλλιεργητικές τους ασχολίες.

Το Γκιαούρκιοϊ σαν τοποθεσία εγκατάστασης για την εποχή του είχε πάρα πολλά πλεονεκτήματα.

  1.  Πρώτον η κοντινή απόσταση από τη θάλασσα (4 χλμ) και παράλληλα το ημιορεινό του εδάφους, ώστε το υψόμετρο να παρέχει ασφάλεια από ληστρικές επιδρομές και να παρέχει υγιεινό περιβάλλον
  2. Εύφορο το έδαφος στο οποίο καλλιεργούνταν, και καλλιεργούνται και σήμερα, ένα πλήθος προϊόντων.
  3. Μεσογειακό κλίμα το οποίο ευνοεί τις γεωργικές καλλιέργειες.
  4. Κοντινή απόσταση από τα οικονομικά κέντρα της περιοχής με τα οποία είχαν κάθε είδους εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Σμύρνη 55 χλμ., Σεβντίκιοϊ 42 χλμ (θα αναφερθούμε σ’ αυτό παρακάτω), Κουσάντασι 25 χλμ., Σάμος 45 χλμ (30 ναυτικά μί-λια).Εάν εκτιμήσουμε την απόσταση σε χρόνο (με τα μέσα μεταφο-ράς εκείνης της εποχής άμαξες ή ζώα) η απόσταση μέχρι τη Σμύρνη ήταν 6-7 ώρες και μέχρι το Σεβντίκιοϊ ή το Κουσάντασι 3-4 ώρες.
  5. Η περιοχή περιβαλλόταν από τη φήμη της ύπαρξης στο παρελθόν όλων των μεγάλων ιωνικών πόλεων (Κολοφών, Τέως, Λέβεδος, του Ιερού Μαντείου της Κλάρου, του ναυτικού Νοτίου κ.ά.).

Malkatzi1.jpg

Χαρακτηριστικά της ζωής και των ανθρώπων στο Γκιαούρκιοϊ πριν την καταστροφή
Τα σπίτια την εποχή που ζούσαν οι πρόγονοί μας ήταν κατά βάση διώροφα χτισμένα με πέτρα και είχανε σανιδένιο πάτωμα. Ο κεντρικός δρόμος ήταν πετρόστρωτος (καλντερίμι) και οι άλλοι χωμάτινοι. Στη μια άκρη του χωριού ήταν το νεκροταφείο με την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Υπήρχε Δημοτικό Σχολείο, του οποίου το κτίριο σώζεται και σήμερα και μάλιστα ένα μέρος του κατοικείται. Το χωριό διέθετε τελάλη που περιφέρονταν και ανακοίνωνε στους κατοίκους θέματα προς γνωστοποίηση. Γιατρός μετέβαινε από τη Σάμο σε τακτά διαστήματα, ενώ παράλληλα υπήρχαν γυναίκες του χωριού που εκτελούσαν χρέη πρακτικής μαίας. Τα καφενεία ήταν σημεία αναφοράς και είχαν επιτραπέζια παιχνίδια και δικά τους μουσικά όργανα (τρόμπα, κλαρίνο και σαντούρι) για τους χορούς και τα γλέντια, τα οποία ήταν πολύ συνηθισμένα διότι οι Γκιαουρκιώτες, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ήταν «λεβέντες και χόρευαν». Για τα βασικά ψώνια μετέβαιναν στη λαϊκή αγορά (παζάρι) του χωριού Τουμπαλί (20 χλμ.) και πιο πολλές σχέσεις (φιλίες συμπεθεριά, κουμπαριές κλπ.) είχαν με τα χωριά Μάλκατζι και Κουσάντασι.

Οι εύποροι Γκιαουρκιώτες, όπως και οι λοιποί εύποροι Έλληνες της γύρω περιοχής, άρχισαν να ντύνονται και να σιτίζονται κατά τα δυτικά πρότυπα (δηλ. άρχισαν να εγκαταλείπουν οι άνδρες τα ποτούρια και οι γυναίκες τα μακριά φουστάνια, τα χαμηλά τραπέζια (σοφράδες) και να χρησιμοποιούν σερβίτσια φαγητού και μεταλλικά μαχαιροπήρουνα. Μετέβαιναν για ψώνια στη Σμύρνη όπου προμηθεύονταν είδη οικίας (παπλώματα, σεντόνια, τραπεζομάντηλα κλπ. σχεδιασμού δυτικού τύπου), σύγχρονες ενδυμασίες και έφερναν μοδίστρες στο Γκιαούρκιοϊ, οι οποίες φιλοξενούνταν για όσο χρονικό διάστημα απαιτούνταν για τη ραφή των ρούχων. Γενικά δηλαδή η οικονομική κατάσταση στο Γκιαούρκιοϊ τους επέτρεπε να προσεγγίζουν στο μέτρο του δυνατού τον αστικό τρόπο ζωής της εποχής τους.

Ασχολίες των κατοίκων
Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η γεωργία και ένα μέρος των κατοίκων, παράλληλα με τη γεωργία, εμπορευόταν και τα προϊόντα που παρήγαγαν αλλά και άλλου είδους προϊόντα. Τα εύφορα κτήματα της περιοχής απέδιδαν ικανοποιητικό εισόδημα στους κατοίκους. Η παραγωγή στηριζόταν στα δημητριακά, στα αμπέλια, στα οπωρολαχανικά και στα καπνά. Ο συγγραφέας Κ. Λ. Κωνσταντινίδης, στο βιβλίο του «Τουρκικός καπνός – αναφέρει: «… Στο Αγιασουλούκ ο καπνός είναι ένα αρκετά σύγχρονο προϊόν, το οποίο πριν από 40 χρόνια ήταν άγνωστο σε αυτή την περιοχή της Μικράς Ασίας. Το 1870 ορισμένοι αγρότες προσπάθησαν με τα χέρια τους να καλλιεργήσουν αυτόν τον καπνό τον οποίο πουλούσαν σε πολύ χαμηλή τιμή αγνοώντας την αξία του. Εξαγόταν στη Ρωσία και δημιούργησε τέτοια αίσθηση που προκάλεσε μεγάλη ζήτηση. Τότε το μυστικό διέρρευσε ότι ήταν ο πιο αρωματικός καπνός στον κόσμο και γρήγορα ξεκίνησε εκτεταμένη καλλιέργεια. Οι φυτείες καταλάμβαναν σχεδόν όλη την περιοχή γύρω από την αρχαία Έφεσο με κέντρο το Αγιασουλούκ. Οι Ρώσοι το ονόμαζαν Σβάρα. Ο καλύτερος καπνός παράγεται σε ένα μέρος που λέγεται Γκιαούρκιοϊ και αποφέρει 15 ως 25 γρόσια την οκά. Σ’ αυτό το χωριό οι αυλές των σπιτιών είναι γεμάτες με αρμάθες». Αυτά τα καπνά είναι πολύ αρωματικά, αλλά περιέχουν πολύ άμμο πάνω στα φύλλα τους, προφανώς από τις προσχώσεις του Κάυστρου.

Giaourkioi2

Βασική πηγή των καλλιεργειών είναι η ύπαρξη νερού κάτι που ευνοούσε το ορεινό του εδάφους. Το χωριό περιτριγυριζόταν από πηγάδια τα οποία υπήρχαν από τα παλιά χρό-νια και είχαν ονομασίες με βάση το κτήμα που βρισκότανε. Και η κτηνοτροφία όμως αποτελούσε κύρια ασχολία σημαντι-κού μέρους οικογενειών. Εξέτρεφαν αμνοερίφια και οι στάνες πε-ριέβαλλαν το χωριό (έξω από αυτό), πάνω στο βουνό. Ελάχιστες οικογένειες ασχολούνταν και με την αλιεία, με μικρές βάρκες που είχαν στην παρακείμενη παραλία. Τα παραπάνω προϊόντα μέσω εμπόρων της Σμύρνης τα διοχέ-τευαν στις αγορές της Ευρώπης. Ένα σημαντικό λιμάνι μέσω του οποίου προωθούνταν τα προϊόντα (σταφίδα, λάδι, σαπούνι (κυρίως το 19ο αιώνα), ακατέργαστο κερί, δέρματα ζώων, μαλλιά, μικρές ποσότητες μεταξιού, καπνό, σφουγγάρια, βαλανίδια, φυτικές χρωστικές ουσίες, ακατέργαστο χάλκωμα, κρασί, φρούτα (ιδίως ξερά σύκα), τυρί, μέλι, αυγοτάραχο, καλαμπόκι, βρώμη και λίγο σιτάρι) ήταν αυτό της Τεργέστης. Τα περισσότερα από τα προϊόντα αυτά από τα τέλη του 18ου αιώνα τα προωθεί η Σμύρνη και οι περιοχές της στα μικρασιατικά παράλια.

Διοικητικά το Γκιαούρκιοϊ ανήκε στο Δήμο Σεβντίκιοϊ, ο οποίος δήμος ανήκε στον Κaza (υποδιοίκηση)  Σμύρνης. Ο Kazas Σμύρνης υπαγόταν στην περιφέρεια Αϊδινίου, που από το 1871 είχε την έδρα του στη Σμύρνη. Το Γκιαούρκιοϊ είχε το δικό του μουχτάρη (κοινοτάρχη). Τελευταίος μουχτάρης στο Γκιαούρκιοϊ ήταν ο Σταύρος Κέλης. Εκκλησιαστικά η περιοχή του ανήκε στη Μητρόπολη Εφέσου.

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: