του Βασίλη X. Ριτζαλέου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βοϊράνη, τεύχος 28, έτος 1996
Στη διάρκεια της σύντομης έρευνας, ξεχώρισα τον Παναγιώτη Σπυριδάκη από το χωριό Χατζηγίρι, τον άνθρωπο που ακολούθησαν πολλοί συγχωριανοί του με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους στο δρόμο της προσφυγιάς.
Σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων, ο Σπυριδάκης τους μίλησε για τον εύφορο και αραιοκατοικημένο κάμπο της Δράμας. Πώς όμως γνώριζε την περιοχή μας και έπεισε τριάντα οικογένειες να σχηματίσουν το προσφυγικό καραβάνι;
Με την εγγονή του Σπυριδάκη, κ. Μαίρη Λιαργκόβα, επισκεφτήκαμε τον κ. Χαράλαμπο Πατσίδη, πρόσφυγα από την Κεσσάνη, στη Μικρόπολη Δράμας.
Γεννημένος το 1913 στο χωριό Μπεϊντίκι της Θράκης, είχε να μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες για το θείο του Παναγιώτη Σπυριδάκη.
«Ο θείος μου κατείχε θέση επάρχου σε επτά ελληνικά χωριά στην περιφέρεια της Κεσσάνης, με έδρα το Μπασαΐτι. Είχε γραμματικούς για τη συγκέντρωση φόρων από τα χωριά και αναλάμβανε το ρόλο του δικαστή στις διαφορές των Ελλήνων κατοίκων.
Το σπίτι του μπάρμπα μου στο Χατζηγίρι ήταν σχεδόν ένας μαχαλάς δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας. Γύρω από το μεγάλο αλώνι στο κέντρο της αυλής διατηρούσε μεγάλους στάβλους για πρόβατα και αγελάδες, τις «αγέλες». Στη δούλεψή του είχε πολλούς ανθρώπους, γιατί ήταν τσιφλικάς. Στο κέντρο του χωριού, κοντά στο πέτρινο γιοφύρι, διατηρούσε μεγάλο καφενείο και δίπλα παντοπωλείο. Τέλος, είχε μεγάλο μύλο έξω από το χωριό.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Σπυριδάκης πληροφορήθηκε ότι θα γίνει μεγάλος χαλασμός σε βάρος των Ελλήνων και αποφάσισε να φύγει με την οικογένεια για την ελεύθερη Ελλάδα. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Νίκος, είχε καταφύγει νωρίτερα στη Δράμα ύστερα από κάποιο επεισόδιο με Τούρκο της Θράκης. Ο Ντρακώτσος, όπως ήταν γνωστός ο Σπυριδάκης, αντάλλαξε την περιουσία του στο Χατζηγίρι με εκείνη δύο Τούρκων μπέηδων στη Δράμα και έρχεται για πρώτη φορά στην περιοχή ανάμεσα στο 1916 και 1918».
Όπως μου διηγήθηκε η κ. Λιαργκόβα, τα χωράφια του κάλυπταν μια τεράστια έκταση ανάμεσα στα χωριά του Ξηροποτάμου, του Μυλοπόταμου ως την Νέα Αμισό. Ο μύλος στο χωριό του Μυλοποτάμου ήταν ένα από τα νέα περιουσιακά του στοιχεία, όπου πήγαινε για ψάρεμα. Ασχολήθηκε με την καλλιέργεια καπνού και άνοιξε μπακάλικο στην πόλη. Κάθε φορά, όμως, στο τραπέζι ευχόταν στους δικούς του «Καλή Πατρίδα».
Ας επιστρέφω τώρα στη διήγηση του κ. Πατσίδη:
«Όταν ο στρατός ήρθε στη Θράκη το 1920, οι Έλληνες κατεβήκαμε στην Κεσσάνη με τα άλογα και τις σημαίες, για να υποδεχτούμε τους στρατιώτες. Ο μπάρμπας μου εγκατέλειψε την περιουσία του στη Δράμα και ήρθε στο αγαπημένο του Χατζηγίρι. Οι Τούρκοι μπέηδες φοβήθηκαν από την παρουσία του ελληνικού στρατού και άφησαν στο Σπυριδάκη το βιος του. Τότε γνώρισα το μπάρμπα μου, όταν πήγαινα στο Χατζηγίρι σαν μουσαφίρης. Τον θυμάμαι πάνω στο αραβικό άλογο, ένα μαύρο σπαθάτο ζώο, που δεν επέτρεπε να το ανέβει κανείς…
Φορούσε το παραδοσιακό παντελόνι της Θράκης, τα ονομαστά τσακσίδια με τα γαϊτάνια (=κορδόνια), στη μέση ζωνάρι και πάνω υφαντό πουκάμισο με σταυρωτό γιλέκο, τα γνωστά τότε και ως «τζεμπετάνια». Τέλος, φορούσε πάντοτε καπέλο...»
Όλα έπαιρναν τον παλιό φυσιολογικό ρυθμό στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων στη Θράκη. Όμως, η ηρεμία δε θα κρατήσει πολύ…
«Αφού αλωνίσαμε το 1922, κουβαλήσαμε το καλαμπόκι και τελειώσαμε τον τρύγο, ήρθε η · διαταγή για να «σηκωθούμε» από το χωριό μας. Με τα κάρα κάναμε δυο – τρία δρομολόγια ως το Καλτερκόζι, τους σημερινούς Πόρους, στη δική μας πλευρά του ποταμού Έβρου. Πήραμε όλα τα γεννήματα, ακόμη και τους σοφράδες...»
Η μοίρα γίνεται ξαφνικά κοινή για πλούσιους και φτωχούς. Ο Σπυριδάκης πήρε τα επτά παιδιά του, με μεγαλύτερο το Νίκο (1890) και μικρότερη την Ευαγγελία (1909), την κυρα-Κατερίνα, μεταφέροντας μικρό μέρος της κινητής περιουσίας του. Πέρασε μέσα από το ποτάμι με τα επικίνδυνα φουσκωμένα νερά από τις συνεχείς βροχές.
Οι ελληνικές αρχές συγκέντρωναν τον κόσμο στα χωριά του Έβρου, όπως την Ανθεια και τις Φέρρες. Ο Σπυριδάκης κάλεσε τους συγχωριανούς του να τον ακολουθήσουν στη Δράμα. Ο άλλοτε πανίσχυρος έπαρχος στην περιφέρεια της Κεσσάνης συνέχιζε να έχει κύρος και μεγάλη επιρροή ανάμεσα στους Χατζηριώτες. Θα τον ακολουθήσουν τριάντα οικογένειες με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους αλλά και με την ελπίδα για το νέο ξεκίνημα.
Ο πάντοτε δραστήριος Σπυριδάκης έφερε όλους τους Κεσσανιώτες δυτικά της σημερινής πλατείας στο χωριό μας, κυρίως γύρω από το γνωστό «αλωνάκι» (οικογένειες Αργυρίου, Θεοχαρίδη, Θεοδόση Ριτζαλέου, Παπαντριανταφύλλου, Σακόπουλου). Εκεί έχτισαν και το φούρνο τους, όπου έψηναν ομαδικά το ψωμί τους. Λίγο πιο κάτω ο Βασιλάκης Ριτζαλέος και ο Γιαννούλης Σίσκος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία Κεσσανιώτης μαζί με το Σπυριδάκη, έχτισαν τα σπίτια τους αντικριστά, όπως ακριβώς ζούσαν στην «πατρίδα»…
Ο Σπυριδάκης αδυνατούσε να θρέψει τα ζωντανά του και υποχρεώθηκε στην αρχή να καλλιεργήσει τα χωράφια μόνος του, καθώς αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης. Ανήσυχος όμως από τη φύση του, προσπάθησε να προωθήσει επιχειρηματικά σχέδια γύρω από τις καλλιέργειες. Δε θα καταφέρει να πλησιάσει το παλιό μεγαλείο. Πέθανε το 1937 από πνευμονία, ενώ διένυε την όγδοη δεκαετία της ζωής του.