Στις 13 Απριλίου 2013 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Γυναικών Πόρπης πραγματοποιήθηκε προσκυνηματική εκδρομή – επίσκεψη στη γη των προγόνων, στο Μαστανάρι (Mestanlar σήμερα) και στη Ραιδεστό. Με τη ευκαιρία αυτής της επίσκεψης δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ στις 17-4-2013 το παρακάτω κέιμενό μου.
17-04-2013
Ένα ταξίδι μνήμης και αισθήσεων…
του Στέφανου Ελευθεράκη
Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
πού να βρώ την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Οδ. Ελύτης
Με στόχο απόλυτο να βρούμε την «ψυχή» μας ξεκινήσαμε, αξημέρωτα ακόμα, το Σάββατο, 13 Απριλίου για την «πατρίδα», το Μαστανάρι Αν. Θράκης, κάπου ανάμεσα σε Μάλγαρα και Μακριά Γέφυρα, περιφέρεια Ραιδεστού. Οργανωτές σ’ αυτό το προσκυνηματικό ταξίδι ήταν ο ακούραστος και ανήσυχος Πολιτιστικός Σύλλογος Γυναικών Πόρπης. Συνοδοιπόροι – προσκυνητές πενήντα κάτοικοι της Πόρπης, πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς πια. Οπλισμός μας η ανάλαφρη διάθεση που ενισχύεται από τις ριπές της Άνοιξης που φέρνει ο Απρίλης. Οδηγός; Οι γλυκιές θύμησες των παιδικών χρόνων, οι αφηγήσεις, οι μαρτυρίες, τα ακούσματα. Ονόματα, τοποθεσίες, αναφορές που αναδύονταν στις μεταξύ μας συζητήσεις σαν μικρά «βότσαλα στη λίμνη» του χρόνου. Σ’ όλη τη διαδρομή θαρρείς πως οι ψυχές των ηρώων των παιδικών μας χρόνων ήταν παρούσες. Για τους περισσότερους από μας ήταν τάμα αυτή η εκδρομή. Τάμα σ’ αυτούς που έφυγαν με τον καημό ότι δεν πρόλαβαν να ξαναδούν τα άγια χώματα. Πίκρα για μας πώς δεν προλάβαμε να τα μάθουμε όλα.
Μετά από κάποια μικρή σχετική ταλαιπωρία φτάσαμε στο χωριό. Ανάγλυφο εδάφους θρακιώτικο. Ένα μικρό τυπικό προσφυγικό χωριό 50 οικογενειών τώρα, προσφύγων κι αυτών της περιοχής Λαγκαδά. Καταλαβαίνεις, το διαπιστώνεις στα βλέμματα και στη συμπεριφορά των αγνών ταπεινών τωρινών κατοίκων, πως οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Κουβαλούν κι αυτοί το βάρος της προσφυγικής κληρονομιάς, γεύτηκαν κι αυτοί την σκληρότητα της αναγκαστικής ανταλλαγής πληθυσμών που – παγκόσμια πρωτοτυπία- επιβλήθηκε το 1923, λες κι οι άνθρωποι είναι πουλιά «κι αλλάζουνε πατρίδα κάθε τόσο» …
Πολλές φορές έχω ακούσει ορισμένους να κάνουν αναφορά για τις περιοχές που άφησαν οι πατέρες μας πίσω στην Αν. Θράκη, στη Μικρά Ασία και τον Πόντο και να τις χαρακτηρίζουν ως «Χαμένες Πατρίδες» αλλά πιστεύω ότι για τους περισσότερους δεν είναι χαμένες αλλά «ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ». Γιατί μια πατρίδα χάνεται μόνο όταν τη σβήσεις μέσα στην καρδιά σου και σε εμάς του νεότερους θα πρέπει να είναι τιμή μας, που μεγαλώσαμε με αυτούς του ανθρώπους που μας μετέφεραν τις μνήμες τους, από τις πατρίδες που δεν λησμόνησαν ποτέ και μας έκαναν και τις αγαπήσαμε.
Η υποδοχή των λιγοστών κατοίκων ήταν θερμή και συγκινητική. Η πρόεδρος Σοφία Παιδαράκη είχε φροντίσει να συνεννοηθεί από πριν μαζί τους για την άφιξή μας και είχαν ετοιμαστεί τα εθιμοτυπικά δωράκια για την ανταλλαγή. Μετά την αρχική συγκέντρωση στο κεντρικό καφενείο, τις γνωριμίες και την ανταλλαγή πληροφοριών άρχισε η εξερεύνηση του χωριού.
Καταργώντας το χρόνο και ψηλαφώντας με τις αισθήσεις ο καθένας έψαχνε για το πατρογονικό του σπίτι, σίγουρος ότι θα το βρει. Το μάτι προσπαθεί να βρει απομεινάρια του χτες, το αυτί γυρεύει ν΄ ακούσει αναφορές, λέξεις, ονόματα, τοποθεσίες που συμπίπτουν με ιστορίες του παππού και παραμύθια της γιαγιάς. Το χέρι παλεύει ν’ αγγίξει αντικείμενα που άγγιζαν οι πρόγονοί του και σαν μίτος της Αριάδνης να συνδέσει το χτες με το σήμερα, το τότε με το τώρα. «Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε. Αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα, θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου, θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας», ακούμε να μας λένε οι παππούδες μας. Πασχίζουμε να μυρίσουμε το άρωμα μιας παλιάς Άνοιξης κι ενός ξανθού Απρίλη.
Στο τέλος, η γεύση είναι γλυκόπικρη. Αποσκευές στη βαλίτσα των αναμνήσεων, τα μνήματα των προγόνων που οργώθηκαν βάναυσα να γίνουν χωράφια, η εκκλησία που έγινε «σχολείο», τα ζεστά και ειλικρινή χαμόγελα των ταπεινών προσφύγων νέων κατοίκων των πατρογονικών εστιών, οι ζεστές τους χειραψίες και η ευχή να ξανασμίξουμε. Ο πικρός και αναπόφευχτος αναστεναγμός που διαπερνά τη λογική και βρίσκει χώρο να ξεσπάσει, να μετουσιωθεί σε κρυφό δάκρυ χαράς και λύπης. Τυχεροί στ’ αλήθεια όσοι κάνουν αυτό το Ταξίδι των Αισθήσεων.
Το ταξίδι έκλεισε με επίσκεψη και ελεύθερο χρόνο για περιδιάβαση στη Ραιδεστό, στην «Καβάλα» της Αν. Θράκης, με τα υπέροχα χρώματά της, πόλη που κτίστηκε το 6ο αιώνα π.Χ. και άκμασε ιδιαίτερα κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Γράφει οι Ελύτης: «Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός – η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει»..
Μυστήριο πράγμα ο άνθρωπος! Είναι σαν δέντρο. Στέκεται σ’ ένα μέρος κι αρχίζει και βγάζει ρίζες, παλεύει να στεριώσει, να βρει χώρο να αναπτυχθεί. Απ’ την άλλη πάλι έχει ανάγκη να βρει κι άλλες ρίζες, πρωτόγονες. Είναι σκληρό και δεν θέλει να είναι εντελώς μόνος. Παλεύει να βρει τις αρχικές του ρίζες για ν’ αντλήσει κι άλλη δύναμη. Γιατί δεν τρέφεται μόνο με ύλη, τρέφεται και με μνήμες. Κάνει τότε δύναμη τις αδυναμίες του, «ανθεί και φέρει κι άλλο».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Στη μυθολογία ο μυθικός Ανταίος προκαλούσε όποιον περνούσε από τη χώρα του να παλέψουν και πάντα νικούσε, όντας αήττητος από την επαφή του με τη Γη. Ο μύθος δηλώνει τη δύναμη του ριζωμένου στην πατρίδα ανθρώπου. Τη δύναμη αυτή του Ανταίου αντιμετώπισε ο Ηρακλής και τον νίκησε σηκώνοντάς τον από το έδαφος. Να λοιπόν η πρόκληση των καιρών: να μη μας σηκώσουν από το έδαφος οι σύγχρονοι Ηρακλήδες …
Ευχαριστώ
Στέφανος Ελευθεράκης, Πόρπη