Όλα τα σπίτια στο χωριό τάιζαν κι από ένα γουρούνι. Το είχαν σε ξύλινο σπίτι μέσα στην αυλή του σπιτιού, τον τσάρκο. Παραμονή Χριστουγέννων το ‘σφαζαν.
Δεν πετούσαν σχεδόν τίποτε. Το κεφάλι το κρατούσαν για πατσά το τρώγανε την Πρωτοχρονιά ή τα Φώτα. Τα έντερα και το στομάχι το έκαναν μπάμπω και λουκάνικα. Το λίπος, το λαρδί, το έλιωναν και γίνονταν λίγδα που το χρησιμοποιούσαν σε φαγητά και γλυκά. Το κρέας που έμενε το έκαναν καβουρμά που τον διατηρούσαν μέσα σε τσουκάλια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές έπιαναν ζυμάρι κι έφκιαναν μικίκια (λουκουμάδες με τρύπα στη μέση), τ’ άφηναν στο τζάκι.
Τα παλληκάρια γύριζαν στα σπίτια κι έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους κερνούσαν. Όμως, τη χαρά τη μεγάλη, την είχαν τα παιδιά. Μαζεύονταν παρέα, έπαιρναν ένα καλάθι έλεγαν από σπίτι σε σπίτι τα κάλαντα και τα έδιναν ξυλοκέρατα, λαρδί, μικίκια, μήλα. Που και που και καμιά δεκάρα.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα κρατώντας τα φανάρια στο χέρι, πήγαιναν στην εκκλησία. Όταν σχολούσε πήγαιναν στα σπίτια των γονιών, έκαναν χρόνια πολλά, έτρωγαν μπάμπω. Το μεσημέρι μαγείρευαν λάχανο τουρσί (Αρμιά) και το βράδυ γυρνούσαν σε σπίτια φίλων που γιόρταζαν και γλεντούσαν.
από την έκδοση του Δημ. Σχολείου Ν. Καλλίστης: “Από πού είσαι παππού; Εσύ γιαγιά;»
Πρωτοχρονιά
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, πρωί πρωί, όλα τα παιδιά με τα καλάθια στο χέρι έλεγαν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι.
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν φύλλα για να κάνουν βασιλόπιτα. Τα φύλλα τ’ άνοιγαν ένα ένα, έβαζαν τυρί, γάλα κι αυγά και στη μέση ένα παρά. Στα γύρω γύρω κομμάτια έβαζαν ένα άχυρο για τα χωράφια, ένα κλαδάκι για τα ζώα, ένα χρυσό χαρτί για το σπίτι κ.ά.. Μετά ετοίμαζαν το Γκαντάϊφ.
Το βράδυ μαζεύονταν στο σπίτι των γονιών κι ο νοικοκύρης του σπιτιού έβαζε την βασιλόπιτα στο σουφρά, τη σταύρωνε, τη θύμιαζε, κάθονταν όλοι γύρω γύρω, κι έδινε στον καθένα το κομμάτι του.
Η νοικοκυρά έπαιρνε ένα υνί (σίδερο από το αλέτρι), έβαζε κάρβουνα απ’ το τζάκι και θύμιαζε το σπίτι. Πήγαινε στο στάβλο ( στο ντάμ’), θύμιαζε τα ζώα και με το κάρβουνο σβησμένο έκανε ένα σταυρό στη ράχη των ζώων.
Μόλις άλλαζε ο χρόνος ο νοικοκύρης έβαζε μία πέτρα ή ένα σίδερο πίσω από την πόρτα, πατούσαν όλοι πάνν για είναι όλοι γεροί, και την κρατούσαν (πέτρα ή σίδερο) σαράντα μέρες.
Το πρωί, πριν παν στην εκκλησιά, έβαζαν ένα παιδί να καθήσει πάνω στην σκούπα μπροστά στο τζάκι. Του’ διναν και μια βέργα, χτυπούσε λίγο τη νοικοκυρά κι ανακάτευε τη φωτιά και τραγουδούσαν
Σούρβα σούρβα για χαρά
για σταφίδα για παρά
γερό κορμί γερό σταυρί
Σαν ασήμ’ σαν κρανιά
όσες τρύπες στο δρυμόν
τόσες θημωνιές στ’ αλών
κι του χρόν όλ’ γεροί
κι καλόκαρδοι
Αυτό ήταν το ποδαρικό για το καλό του χρόνου και για μπερεκέτια (αφθονία). Μετά την εκκλησία γύριζαν στο σπίτι, έτρωγαν συνήθως ντολμάδες πίτες και γλεντούσαν μέχρι αργά τη νύχτα.
Φώτα
Ανήμερα τα Φώτα, μετά την εκκλησία, ο παπάς έβγαζε σε δημοπρασία το Σταυρό. Όποιος έδινε τα πιο πολλά λεφτά, τον έπαιρνε στο σπίτι και τον κρατούσε 40 μέρες. Επειδή στην Πόρπη δεν υπήρχε ποτάμι ο Σταυρός βυθίζονταν στην κολυμβήθρα και γινόταν κλήρωση για αυτόν που θα έπαιρνε το Σταυρό και θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.
Το απόγευμα μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, όπου γίνονταν γλέντι με γκάιντες, ντουμπερλέκια, γραμμόφωνο. Τον πρώτο χορό έπρεπε να τον σύρει ο παπάς, αυτό το γλέντι ήταν του παπά και το λέγαν ο «χορός του παπά».
Σ’ όλη τη διάρκεια του 12ήμερου οι νοικοκυρές δεν άφηναν ρούχα απλωμένα για να μην τα μαγαρίσουν τα καλικαντζάρια.